- Στησίχορος
- Στησίχοροςestablishingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στησίχορος — establishing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στησίχορος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Ιμέρα, Σικελία γύρω στα 630 π.Χ. – γύρω στα 555). Το όνομά του ήταν Τεισίας, αλλά του δόθηκε το επίθετο «Στησίχορος» (οργανωτής του χορού), γιατί εφεύρε ή συστηματοποίησε τη χρήση της στροφικής τριάδας (στροφή, αντιστροφή … Dictionary of Greek
στησίχορον — στησίχορος establishing masc/fem acc sg στησίχορος establishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стесихор — (Στησίχορος, Stesichorus) древнегреческий поэт, представитель хорической медики, уроженец сицилийского города Гимеры (по другим локрийского Матавра); жил во второй половине VII и первой половине VI в. до Р. Хр. (умер около 1556 г. до Р. Хр.). По… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Στησιχόρου — Στησίχορος establishing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στησιχόρου — στησίχορος establishing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στησιχόρῳ — Στησίχορος establishing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στησιχόρῳ — στησίχορος establishing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στησίχορε — Στησίχορος establishing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στησίχορε — στησίχορος establishing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)